- παλαιοεθνολόγος
- ο, ηεπιστήμονας που έχει αντικείμενο έρευνας την παλαιοεθνολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… … Dictionary of Greek
Μπρέιγ, Aνρί — (Henri Breuil, Μορτέν 1877 – Ιλ Αντάμ 1961). Γάλλος παλαιοεθνολόγος και αβάς. Υπήρξε επιφανής μελετητής στον οποίον οφείλονται οι διαφωτιστικές και εις βάθος έρευνες γύρω από τον πολιτισμό της Παλαιολιθικής εποχής στη Γαλλία και, κυρίως, η… … Dictionary of Greek